μοσχάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοσχάρι | τα | μοσχάρια |
γενική | του | μοσχαριού | των | μοσχαριών |
αιτιατική | το | μοσχάρι | τα | μοσχάρια |
κλητική | μοσχάρι | μοσχάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοσχάρι < ελληνιστική μοσχάριον < υποκοριστικό του μόσχος + -άριον (αρχαία ελληνική )
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɔ.ˈsxa.ɾi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μοσχάρι ουδέτερο και μοσκάρι
- (ζωολογία) το μικρό της αγελάδας
- το κρέας αυτού του ζώου ως φαγητό, το μοσχαρίσιο κρέας
- σήμερα θα φάμε μοσχάρι κοκκινιστό
- (μεταφορικά‑μειωτικό) ο κουτός, ο εύπιστος
- (μεταφορικά‑μειωτικό) ο μη ενσυναίσθητος, ο άψυχος
- (μεταφορικά‑μειωτικό) αυτός που τρώει πολύ, συνήθως χωρίς τρόπους
Επεξεργασία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μοσχάρι
|
|