↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχάρι τα μοσχάρια
      γενική του μοσχαριού των μοσχαριών
    αιτιατική το μοσχάρι τα μοσχάρια
     κλητική μοσχάρι μοσχάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1. Μοσχάρι με τη μητέρα του.
 
2. Μοσχάρι κομμένο σε κρεοπωλείο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσχάρι < λόγια επίδραση στο μοσκάρι με [sk] > [sx] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοσκάρι < μοσχάριον < ελληνιστική κοινή μοσχάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μόσχος + -άριον [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moˈsxa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχά‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοσχάρι ουδέτερο και μοσκάρι

  1. (θηλαστικό ζώο) το μικρό της αγελάδας
  2. (τρόφιμο) το κρέας αυτού του ζώου ως φαγητό, το μοσχαρίσιο κρέας
    ⮡  σήμερα θα φάμε μοσχάρι κοκκινιστό
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ο κουτός, ο εύπιστος
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) ο μη ενσυναίσθητος, ο άψυχος
  5. (μεταφορικά, μειωτικό) αυτός που τρώει πολύ, συνήθως χωρίς τρόπους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

διαλεκτικά:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία