↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μόσχος οι μόσχοι
      γενική του μόσχου των μόσχων
    αιτιατική τον μόσχο τους μόσχους
     κλητική μόσχε μόσχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μόσχος < αρχαία ελληνική μόσχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόσχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μόσχος < ελληνιστική κοινή μόσχος < περσική مشک (mušk) (μόσχος) < μέση περσική *mušk < σανσκριτική मुष्क (muṣka: όρχις)[1], υποκοριστικό του मूष् (mūṣ: ποντίκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *muh₂s (ποντίκι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόσχος αρσενικό

  1. είδος αρωματικής ουσίας
  2. ευωδία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Από το σχήμα του αδένα ελαφιού, βίδρας ή μοσχογαλής που εκκρίνει μια ουσία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αρώματος