ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μοσχάριον τὰ μοσχάρι
      γενική τοῦ μοσχαρίου τῶν μοσχαρίων
      δοτική τῷ μοσχαρί τοῖς μοσχαρίοις
    αιτιατική τὸ μοσχάριον τὰ μοσχάρι
     κλητική ! μοσχάριον μοσχάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοσχαρίω
γεν-δοτ τοῖν  μοσχαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσχάριον (ελληνιστική κοινή) < μόσχ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοσχάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)