μοσχάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μοσχάριον | τὰ | μοσχάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μοσχαρίου | τῶν | μοσχαρίων | ||||
δοτική | τῷ | μοσχαρίῳ | τοῖς | μοσχαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μοσχάριον | τὰ | μοσχάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μοσχάριον | μοσχάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοσχαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μοσχαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοσχάριον (ελληνιστική κοινή) < μόσχ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοσχάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) μοσχαράκι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Γένεσις, 18.8
- ἔλαβεν δὲ βούτυρον καὶ γάλα καὶ τὸ μοσχάριον, ὃ ἐποίησεν, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἐφάγοσαν· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.
- ≈ συνώνυμα: μοσχίον
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Γένεσις, 18.8
Πηγές
επεξεργασία- μοσχάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.