bovidaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bovidaĵo | bovidaĵoj |
αιτιατική | bovidaĵon | bovidaĵojn |
bovidaĵo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το μοσχάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bovidaĵo | bovidaĵoj |
αιτιατική | bovidaĵon | bovidaĵojn |
bovidaĵo (eo)