Ετυμολογία

επεξεργασία
vitellus: υποκοριστικό του vitulus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vitellus (la) αρσενικό

→ λείπει η κλίση

Απόγονοι

επεξεργασία

vitellus (λατινικά)

ιταλικά: vitello
νέα ελληνικά: βιδέλο (κοινή νεοελληνική)
βενετικά: vedelo / vedeło
μεσαιωνικά ελληνικά: βιδέλο
νέα ελληνικά: βιδέλο (ιδιωματικό)

→ και δείτε  vitellus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό