κνημίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κνημίς | αἱ | κνημῖδες |
γενική | τῆς | κνημῖδος | τῶν | κνημίδων |
δοτική | τῇ | κνημῖδῐ | ταῖς | κνημῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κνημῖδᾰ | τὰς | κνημῖδᾰς |
κλητική ὦ! | κνημίς* | κνημῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κνημῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κνημίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κνημίς, -ῖδος θηλυκό
- (οπλισμός) η περικνημίδα (μέρος της πανοπλίας για την προστασία των ποδιών από το γόνατο και κάτω)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κνήμη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κνημίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνημίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.