• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μηρός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηρός οι μηροί
      γενική του μηρού των μηρών
    αιτιατική τον μηρό τους μηρούς
     κλητική μηρέ μηροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μηρός < αρχαία ελληνική μηρός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈɾos/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μηρός αρσενικό

  • το τμήμα του ποδιού πάνω από το γόνατο, το μπούτι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μηριαίος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • κνήμη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μηρός
  • αγγλικά : thigh (en)
  • γαλλικά : cuisse (fr)
  • γερμανικά : Schenkel (de)
  • ιταλικά : coscia (it)
  • πολωνικά : udo (pl)
  • τουρκικά : kalça (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μηρός&oldid=5491812"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:06
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:06.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie