μπούτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπούτι | τα | μπούτια |
γενική | του | μπουτιού | των | μπουτιών |
αιτιατική | το | μπούτι | τα | μπούτια |
κλητική | μπούτι | μπούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπούτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική but + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπούτι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- μπερδεύω τα μπούτια μου: βρίσκομαι σε σύγχυση, είμαι μπερδεμένος
- μπλέξαμε τα μπούτια μας: βρεθήκαμε σε μια δύσκολη μπερδεμένη κατάσταση