κανατάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.naˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐να‐τά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανατάδικο ουδέτερο
- εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται πήλινα κανάτια
- ※ Τι ήταν αυτό που τον έκανε, βλέποντας ένα σταμναριό (κανατάδικο) να περάσει το κατώφλι του και να ζητήσει δουλειά από τον ιδιοκτήτη του, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Καμιά σχέση δεν είχε με την αγγειοπλαστική έως τότε.
- Επτακοίλη, Τασούλα (19 Αυγούστου 2019), Τέσσερις γενιές «φτιαγμένες» από χώμα και νερό στη Σάμο, Η Καθημερινή
- ※ Τι ήταν αυτό που τον έκανε, βλέποντας ένα σταμναριό (κανατάδικο) να περάσει το κατώφλι του και να ζητήσει δουλειά από τον ιδιοκτήτη του, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Καμιά σχέση δεν είχε με την αγγειοπλαστική έως τότε.
Συγγενικά
επεξεργασία- Κανατάδικα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κανατάδικο
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- κανατάδικο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)