Δείτε επίσης: καμπάνια, καμπανιά, καμπάνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμπανία οι Καμπανίες
      γενική της Καμπανίας των Καμπανιών
    αιτιατική την Καμπανία τις Καμπανίες
     κλητική Καμπανία Καμπανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Καμπανίας στην Ιταλία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. Καμπανία < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
  2. Καμπανία < (άμεσο δάνειο) λατινική Campania < campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
  3. Καμπανία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Champagne < λατινική Campania < campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kam.baˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μπα‐νί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καμπανία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία