καμπανιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπανιά | οι | καμπανιές |
γενική | της | καμπανιάς | των | καμπανιών |
αιτιατική | την | καμπανιά | τις | καμπανιές |
κλητική | καμπανιά | καμπανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμπανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το χτύπημα μιας καμπάνας
- (μεταφορικά) (οικείο) προειδοποίηση, υπαινιγμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμπανιά