Δείτε επίσης: καμπανιά, Καμπανία, καμπάνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπάνια οι καμπάνιες
      γενική της καμπάνιας
    αιτιατική την καμπάνια τις καμπάνιες
     κλητική καμπάνια καμπάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμπάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική campagna[1] ή από τη γαλλική campagne[2] < λατινική campania < → δείτε  campus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kamˈpa.ɲa/ κατά την ιταλική προφορά - συγκρίνετε με τα καμπάνα, καμπάνα#Ετυμολογία 2, καμπανιά
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐πά‐νια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμπάνια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καμπάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καμπάνια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.