καμπάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπάνια | οι | καμπάνιες |
γενική | της | καμπάνιας | — | |
αιτιατική | την | καμπάνια | τις | καμπάνιες |
κλητική | καμπάνια | καμπάνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική campagna[1] ή από τη γαλλική campagne[2] < λατινική campania < → δείτε campus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kamˈpa.ɲa/ κατά την ιταλική προφορά - συγκρίνετε με τα καμπάνα, καμπάνα#Ετυμολογία 2, καμπανιά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καμ‐πά‐νια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπάνια θηλυκό
- εκστρατεία ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, προβολής ή προώθησης κάποιου ζητήματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- καμπάνια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καμπάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καμπάνια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.