↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκστρατεία οι εκστρατείες
      γενική της εκστρατείας των εκστρατειών
    αιτιατική την εκστρατεία τις εκστρατείες
     κλητική εκστρατεία εκστρατείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκστρατεία < ελληνιστική κοινή ἐκστρατεία < αρχαία ελληνική ἐκστρατεύω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική campagne)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκστρατεία θηλυκό

  1. η προετοιμασία και η έξοδος στρατού από μια χώρα, με σκοπό τον πόλεμο εναντίον άλλου στρατού
    Στην εκστρατεία της Καλλίπολης, Μυτιληνιοί και Αϊβαλιώτες λαθρέμποροι πήγαν αντάρτες εθελοντές. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
  2. (μεταφορικά) η καμπάνια, η συντονισμένη και ομαδική προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία