Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
campaign campaigns

campaign (en)

  • η εκστρατεία, η καμπάνια
    ⮡  The electoral campaign entered into the final stretch.
    Η προεκλογική εκστρατεία μπήκε στην τελική ευθεία.
    ⮡  It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
    Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.
ενεστώτας campaign
γ΄ ενικό ενεστώτα campaigns
αόριστος campaigned
παθητική μετοχή campaigned
ενεργητική μετοχή campaigning

campaign (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) εκστρατεύω, κάνω καμπάνια, αναπτύσσω συντονισμένη και ομαδική δράση για την επίτευξη ορισμένου κοινωνικού σκοπού ή για να κερδίσω εκλογές
    ⮡  The students are campaigning to save the environment.
    Οι μαθητές εκστρατεύουν για τη σωτηρία του περιβάλλοντος.