Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
campagne campagnes

campagne (fr) θηλυκό

  1. η εξοχή, η ύπαιθρος
  2. η καμπάνια, η εκστρατεία, η εξόρμηση
    la campagne électorale vient de commencer - η εκλογική καμπάνια μόλις άρχισε