ευαισθητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευαισθητοποίηση | οι | ευαισθητοποιήσεις |
γενική | της | ευαισθητοποίησης* | των | ευαισθητοποιήσεων |
αιτιατική | την | ευαισθητοποίηση | τις | ευαισθητοποιήσεις |
κλητική | ευαισθητοποίηση | ευαισθητοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευαισθητοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευαισθητοποίηση < (ευαισθητοποιώ) ευαισθητοποιη- + παλιότερα -σις > -ση (-ποίηση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ve.sθi.toˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐αι‐σθη‐το‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευαισθητοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευαισθητοποιώ
- (ειδικότερα, στη βιολογία) διεργασία κατά τη διαδικασία της μάθησης όπου ένα ερέθισμα ευαισθητοποιεί τον οργανισμό
- ※ η επαναλαμβανόμενη έκθεση του οργανισμού σε ένα επώδυνο ερέθισμα έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη αντίδραση, ευαισθητοποίηση. (κεφάλαιο 9, Βιολογία. Α΄Λυκείου)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ευαισθητοποιώ, ευαίσθητος και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευαισθητοποίηση
Πηγές
επεξεργασία- ευαισθητοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευαισθητοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)