Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαισθητοποιώ < ευαίσθητος + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sensibiliser)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ve.sθi.to.piˈo/

ευαισθητοποιώ (παθητική φωνή: ευαισθητοποιούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία