ευαισθητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευαισθητοποιώ < ευαίσθητος + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sensibiliser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ve.sθi.to.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίαευαισθητοποιώ (παθητική φωνή: ευαισθητοποιούμαι)
- παρακινώ κάποιον να δείξει ευαισθησία για ένα κοινωνικό θέμα ή δημιουργώ τις συνθήκες που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον και την ευαισθησία άλλων πολιτών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απευαισθητοποίηση
- απευαισθητοποιώ
- ευαισθητοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ευαίσθητος, αισθάνομαι και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευαισθητοποιώ | ευαισθητοποιούσα | θα ευαισθητοποιώ | να ευαισθητοποιώ | ευαισθητοποιώντας | |
β' ενικ. | ευαισθητοποιείς | ευαισθητοποιούσες | θα ευαισθητοποιείς | να ευαισθητοποιείς | (ευαισθητοποίει) | |
γ' ενικ. | ευαισθητοποιεί | ευαισθητοποιούσε | θα ευαισθητοποιεί | να ευαισθητοποιεί | ||
α' πληθ. | ευαισθητοποιούμε | ευαισθητοποιούσαμε | θα ευαισθητοποιούμε | να ευαισθητοποιούμε | ||
β' πληθ. | ευαισθητοποιείτε | ευαισθητοποιούσατε | θα ευαισθητοποιείτε | να ευαισθητοποιείτε | ευαισθητοποιείτε | |
γ' πληθ. | ευαισθητοποιούν(ε) | ευαισθητοποιούσαν(ε) | θα ευαισθητοποιούν(ε) | να ευαισθητοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευαισθητοποίησα | θα ευαισθητοποιήσω | να ευαισθητοποιήσω | ευαισθητοποιήσει | ||
β' ενικ. | ευαισθητοποίησες | θα ευαισθητοποιήσεις | να ευαισθητοποιήσεις | ευαισθητοποίησε | ||
γ' ενικ. | ευαισθητοποίησε | θα ευαισθητοποιήσει | να ευαισθητοποιήσει | |||
α' πληθ. | ευαισθητοποιήσαμε | θα ευαισθητοποιήσουμε | να ευαισθητοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ευαισθητοποιήσατε | θα ευαισθητοποιήσετε | να ευαισθητοποιήσετε | ευαισθητοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ευαισθητοποίησαν ευαισθητοποιήσαν(ε) |
θα ευαισθητοποιήσουν(ε) | να ευαισθητοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευαισθητοποιήσει | είχα ευαισθητοποιήσει | θα έχω ευαισθητοποιήσει | να έχω ευαισθητοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευαισθητοποιήσει | είχες ευαισθητοποιήσει | θα έχεις ευαισθητοποιήσει | να έχεις ευαισθητοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευαισθητοποιήσει | είχε ευαισθητοποιήσει | θα έχει ευαισθητοποιήσει | να έχει ευαισθητοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευαισθητοποιήσει | είχαμε ευαισθητοποιήσει | θα έχουμε ευαισθητοποιήσει | να έχουμε ευαισθητοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευαισθητοποιήσει | είχατε ευαισθητοποιήσει | θα έχετε ευαισθητοποιήσει | να έχετε ευαισθητοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευαισθητοποιήσει | είχαν ευαισθητοποιήσει | θα έχουν ευαισθητοποιήσει | να έχουν ευαισθητοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευαισθητοποιούμαι | ευαισθητοποιούμουν | θα ευαισθητοποιούμαι | να ευαισθητοποιούμαι | ευαισθητοποιούμενος | |
β' ενικ. | ευαισθητοποιείσαι | ευαισθητοποιούσουν | θα ευαισθητοποιείσαι | να ευαισθητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ευαισθητοποιείται | ευαισθητοποιούνταν | θα ευαισθητοποιείται | να ευαισθητοποιείται | ||
α' πληθ. | ευαισθητοποιούμαστε | ευαισθητοποιούμασταν ευαισθητοποιούμαστε |
θα ευαισθητοποιούμαστε | να ευαισθητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ευαισθητοποιείστε | ευαισθητοποιούσασταν ευαισθητοποιούσαστε |
θα ευαισθητοποιείστε | να ευαισθητοποιείστε | ευαισθητοποιείστε | |
γ' πληθ. | ευαισθητοποιούνται | ευαισθητοποιούνταν | θα ευαισθητοποιούνται | να ευαισθητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκα | θα ευαισθητοποιηθώ | να ευαισθητοποιηθώ | ευαισθητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκες | θα ευαισθητοποιηθείς | να ευαισθητοποιηθείς | ευαισθητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκε | θα ευαισθητοποιηθεί | να ευαισθητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ευαισθητοποιηθήκαμε | θα ευαισθητοποιηθούμε | να ευαισθητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ευαισθητοποιηθήκατε | θα ευαισθητοποιηθείτε | να ευαισθητοποιηθείτε | ευαισθητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ευαισθητοποιήθηκαν ευαισθητοποιηθήκαν(ε) |
θα ευαισθητοποιηθούν(ε) | να ευαισθητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευαισθητοποιηθεί | είχα ευαισθητοποιηθεί | θα έχω ευαισθητοποιηθεί | να έχω ευαισθητοποιηθεί | ευαισθητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ευαισθητοποιηθεί | είχες ευαισθητοποιηθεί | θα έχεις ευαισθητοποιηθεί | να έχεις ευαισθητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευαισθητοποιηθεί | είχε ευαισθητοποιηθεί | θα έχει ευαισθητοποιηθεί | να έχει ευαισθητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευαισθητοποιηθεί | είχαμε ευαισθητοποιηθεί | θα έχουμε ευαισθητοποιηθεί | να έχουμε ευαισθητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευαισθητοποιηθεί | είχατε ευαισθητοποιηθεί | θα έχετε ευαισθητοποιηθεί | να έχετε ευαισθητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευαισθητοποιηθεί | είχαν ευαισθητοποιηθεί | θα έχουν ευαισθητοποιηθεί | να έχουν ευαισθητοποιηθεί |