ευαισθητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευαισθητοποιούμαι, παθητική φωνή του ευαισθητοποιώ
Ρήμα επεξεργασία
ευαισθητοποιούμαι
- δείχνω ευαισθησία για κάτι, καθίσταμαι ευαίσθητος, ενδιαφέρομαι ενεργά για ένα θέμα (συνήθως κοινωνικό)
- συγκινούμαι από ένα ερέθισμα και στη συνέχεια δείχνω ευαισθησία και ενδιαφέρον για κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ευαισθητοποιώ