Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαισθητοποιούμαι, παθητική φωνή του ευαισθητοποιώ

ευαισθητοποιούμαι

  1. δείχνω ευαισθησία για κάτι, καθίσταμαι ευαίσθητος, ενδιαφέρομαι ενεργά για ένα θέμα (συνήθως κοινωνικό)
  2. συγκινούμαι από ένα ερέθισμα και στη συνέχεια δείχνω ευαισθησία και ενδιαφέρον για κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη ευαισθητοποιώ