αναισθητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναισθητοποιώ < αναίσθητος + ποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααναισθητοποιώ
- χορηγώ σε άνθρωπο ή ζώο νόμιμες αναισθητικές ουσίες για να διεχαθεί οδυνηρή επέμβαση ή εξέταση
- ναρκώνω με οποιοδήποτε μέσο για να ληστέψω, να βιάσω ή γενικά να διεκπεραιώσω ανενόχλητος κάποια παράνομη πράξη
- προκαλώ με διάφορα μέσα την απευαισθητοποίηση, καθιστώ το άτομο συναισθηματικά αδιάφορο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναισθητοποιώ | αναισθητοποιούσα | θα αναισθητοποιώ | να αναισθητοποιώ | αναισθητοποιώντας | |
β' ενικ. | αναισθητοποιείς | αναισθητοποιούσες | θα αναισθητοποιείς | να αναισθητοποιείς | (αναισθητοποίει) | |
γ' ενικ. | αναισθητοποιεί | αναισθητοποιούσε | θα αναισθητοποιεί | να αναισθητοποιεί | ||
α' πληθ. | αναισθητοποιούμε | αναισθητοποιούσαμε | θα αναισθητοποιούμε | να αναισθητοποιούμε | ||
β' πληθ. | αναισθητοποιείτε | αναισθητοποιούσατε | θα αναισθητοποιείτε | να αναισθητοποιείτε | αναισθητοποιείτε | |
γ' πληθ. | αναισθητοποιούν(ε) | αναισθητοποιούσαν(ε) | θα αναισθητοποιούν(ε) | να αναισθητοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναισθητοποίησα | θα αναισθητοποιήσω | να αναισθητοποιήσω | αναισθητοποιήσει | ||
β' ενικ. | αναισθητοποίησες | θα αναισθητοποιήσεις | να αναισθητοποιήσεις | αναισθητοποίησε | ||
γ' ενικ. | αναισθητοποίησε | θα αναισθητοποιήσει | να αναισθητοποιήσει | |||
α' πληθ. | αναισθητοποιήσαμε | θα αναισθητοποιήσουμε | να αναισθητοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αναισθητοποιήσατε | θα αναισθητοποιήσετε | να αναισθητοποιήσετε | αναισθητοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αναισθητοποίησαν αναισθητοποιήσαν(ε) |
θα αναισθητοποιήσουν(ε) | να αναισθητοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναισθητοποιήσει | είχα αναισθητοποιήσει | θα έχω αναισθητοποιήσει | να έχω αναισθητοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναισθητοποιήσει | είχες αναισθητοποιήσει | θα έχεις αναισθητοποιήσει | να έχεις αναισθητοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναισθητοποιήσει | είχε αναισθητοποιήσει | θα έχει αναισθητοποιήσει | να έχει αναισθητοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναισθητοποιήσει | είχαμε αναισθητοποιήσει | θα έχουμε αναισθητοποιήσει | να έχουμε αναισθητοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναισθητοποιήσει | είχατε αναισθητοποιήσει | θα έχετε αναισθητοποιήσει | να έχετε αναισθητοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναισθητοποιήσει | είχαν αναισθητοποιήσει | θα έχουν αναισθητοποιήσει | να έχουν αναισθητοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναισθητοποιούμαι | αναισθητοποιούμουν | θα αναισθητοποιούμαι | να αναισθητοποιούμαι | αναισθητοποιούμενος | |
β' ενικ. | αναισθητοποιείσαι | αναισθητοποιούσουν | θα αναισθητοποιείσαι | να αναισθητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αναισθητοποιείται | αναισθητοποιούνταν | θα αναισθητοποιείται | να αναισθητοποιείται | ||
α' πληθ. | αναισθητοποιούμαστε | αναισθητοποιούμασταν αναισθητοποιούμαστε |
θα αναισθητοποιούμαστε | να αναισθητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αναισθητοποιείστε | αναισθητοποιούσασταν αναισθητοποιούσαστε |
θα αναισθητοποιείστε | να αναισθητοποιείστε | αναισθητοποιείστε | |
γ' πληθ. | αναισθητοποιούνται | αναισθητοποιούνταν | θα αναισθητοποιούνται | να αναισθητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναισθητοποιήθηκα | θα αναισθητοποιηθώ | να αναισθητοποιηθώ | αναισθητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αναισθητοποιήθηκες | θα αναισθητοποιηθείς | να αναισθητοποιηθείς | αναισθητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αναισθητοποιήθηκε | θα αναισθητοποιηθεί | να αναισθητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αναισθητοποιηθήκαμε | θα αναισθητοποιηθούμε | να αναισθητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αναισθητοποιηθήκατε | θα αναισθητοποιηθείτε | να αναισθητοποιηθείτε | αναισθητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναισθητοποιήθηκαν αναισθητοποιηθήκαν(ε) |
θα αναισθητοποιηθούν(ε) | να αναισθητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναισθητοποιηθεί | είχα αναισθητοποιηθεί | θα έχω αναισθητοποιηθεί | να έχω αναισθητοποιηθεί | αναισθητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναισθητοποιηθεί | είχες αναισθητοποιηθεί | θα έχεις αναισθητοποιηθεί | να έχεις αναισθητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναισθητοποιηθεί | είχε αναισθητοποιηθεί | θα έχει αναισθητοποιηθεί | να έχει αναισθητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναισθητοποιηθεί | είχαμε αναισθητοποιηθεί | θα έχουμε αναισθητοποιηθεί | να έχουμε αναισθητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναισθητοποιηθεί | είχατε αναισθητοποιηθεί | θα έχετε αναισθητοποιηθεί | να έχετε αναισθητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναισθητοποιηθεί | είχαν αναισθητοποιηθεί | θα έχουν αναισθητοποιηθεί | να έχουν αναισθητοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναισθητοποιώ