Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

αναισθητοποιούμαι

  1. παθητική φωνή του αναισθητοποιώ, μου προκαλούν νάρκωση με αναισθητικές ουσίες
  2. γίνομαι συναισθηματικά απαθής, απευαισθητοποιούμαι