Ετυμολογία

επεξεργασία
απευαισθητοποιώ < από + ευαισθητοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική desensitize)

απευαισθητοποιώ (παθητική φωνή: απευαισθητοποιούμαι)

  1. (ιατρική) μειώνω ή εξαλείφω την ευαισθησία κάποιου σε ουσίες ή φάρμακα
  2. προκαλώ έλλειψη συναισθηματικής ευαισθησίας

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία