↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απευαισθητοποίηση οι απευαισθητοποιήσεις
      γενική της απευαισθητοποίησης* των απευαισθητοποιήσεων
    αιτιατική την απευαισθητοποίηση τις απευαισθητοποιήσεις
     κλητική απευαισθητοποίηση απευαισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απευαισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απευαισθητοποίηση < απευαισθητοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική desensitization)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απευαισθητοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία