απευαισθητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απευαισθητοποίηση | οι | απευαισθητοποιήσεις |
γενική | της | απευαισθητοποίησης* | των | απευαισθητοποιήσεων |
αιτιατική | την | απευαισθητοποίηση | τις | απευαισθητοποιήσεις |
κλητική | απευαισθητοποίηση | απευαισθητοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απευαισθητοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απευαισθητοποίηση < απευαισθητοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική desensitization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπευαισθητοποίηση θηλυκό
- (ιατρική) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απευαισθητοποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απευαισθητοποίηση