Ετυμολογία

επεξεργασία
désensibilisation < dé- + sensibilisation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désensibilisation désensibilisations

désensibilisation (fr) θηλυκό

  1. (φωτογραφία) η ελάττωση της ευαισθησίας
  2. η ενέργεια με την οποία μειώνεται η ευαισθησία του οργανισμού σε αλλεργιογόνα
  3. (μεταφορικά) η ελάττωση της ευαισθησίας σε οποιονδήποτε τομέα

Συγγενικά

επεξεργασία