désensibilisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- désensibilisation < dé- + sensibilisation
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
désensibilisation | désensibilisations |
désensibilisation (fr) θηλυκό
- (φωτογραφία) η ελάττωση της ευαισθησίας
- η ενέργεια με την οποία μειώνεται η ευαισθησία του οργανισμού σε αλλεργιογόνα
- (μεταφορικά) η ελάττωση της ευαισθησίας σε οποιονδήποτε τομέα