• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλλεργιογόνο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλλεργιογόνο τα αλλεργιογόνα
      γενική του αλλεργιογόνου των αλλεργιογόνων
    αιτιατική το αλλεργιογόνο τα αλλεργιογόνα
     κλητική αλλεργιογόνο αλλεργιογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλεργιογόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλλεργιογόνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλεργιογόνο ουδέτερο

  • (ιατρική) οποιοδήποτε αντίγονο που προκαλεί αλλεργική αντίδραση.

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλλεργιογόνο
  • αγγλικά : allergen (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλλεργιογόνο&oldid=7009460"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Ιανουαρίου 2025, στις 21:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Ιανουαρίου 2025, στις 21:15.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας