αλλεργική αντίδραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλεργική αντίδραση | οι | αλλεργικές αντιδράσεις |
γενική | της | αλλεργικής αντίδρασης & αντιδράσεως |
των | αλλεργικών αντιδράσεων |
αιτιατική | την | αλλεργική αντίδραση | τις | αλλεργικές αντιδράσεις |
κλητική | αλλεργική αντίδραση | αλλεργικές αντιδράσεις | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλεργική αντίδραση < → δείτε τις λέξεις αλλεργικός και αντίδραση
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αλλεργική αντίδραση θηλυκό
- (ιατρική) η υπερβολική αντίδραση της ανοσοαπόκρισης ενός οργανισμού σε παρουσία μικροσκοπικών ιχνών ξένων ουσιών (αντιγόνων)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλεργική αντίδραση
|