αντιγόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιγόνο | τα | αντιγόνα |
γενική | του | αντιγόνου | των | αντιγόνων |
αιτιατική | το | αντιγόνο | τα | αντιγόνα |
κλητική | αντιγόνο | αντιγόνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιγόνο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀντίγονον < ἀντί + γόνος + -ον,μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antigène < ελληνιστική κοινή ἀντίγονον
- Συγκρίνετε με το αντίγονο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐γό‐νο
- τονικό παρώνυμο: αντίγονο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιγόνο ουδέτερο
- (ιατρική, βιολογία) χημική ουσία που δημιουργεί στον οργανισμό αντισώματα