Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντίσωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αντίσωμα
τα
αντισώμα
τ
α
γενική
του
αντισώμα
τ
ος
των
αντισωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αντίσωμα
τα
αντισώμα
τ
α
κλητική
αντίσωμα
αντισώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντίσωμα
<
αντί
+
σώμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντίσωμα
ουδέτερο
(
ιατρική
,
ανοσοβιολογία
)
πρωτεΐνη
που παράγεται από Β-
λεμφοκύτταρα
και
ουδετεροποιεί
συγκεκριμένο
αντιγόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντίσωμα
αγγλικά
:
antibody
(en)
γαλλικά
:
anticorps
(fr)