αντίγονο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίγονο | τα | αντίγονα |
γενική | του | αντιγόνου | των | αντιγόνων |
αιτιατική | το | αντίγονο | τα | αντίγονα |
κλητική | αντίγονο | αντίγονα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντίγονο < ελληνιστική κοινή ἀντίγονον
- αντίγονο < (καθαρεύουσα) αντίγονον < αντί + γόνος + -ον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antigène)
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
αντίγονο ουδέτερο
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
αντίγονο ουδέτερο
- (ιατρική) (φαρμακευτική) (βιοχημεία) (βιολογία) άλλη μορφή του αντιγόνο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυτό
βιολογία
|