ανοσοαπόκριση
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοσοαπόκριση | οι | ανοσοαποκρίσεις |
γενική | της | ανοσοαπόκρισης* | των | ανοσοαποκρίσεων |
αιτιατική | την | ανοσοαπόκριση | τις | ανοσοαποκρίσεις |
κλητική | ανοσοαπόκριση | ανοσοαποκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοσοαποκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανοσοαπόκριση < ανοσία + -ο- + απόκριση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immune response)
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ανοσοαπόκριση θηλυκό
- (ιατρική) (βιολογία) (νεολογισμός) απόκριση / αντίδραση ενός οργανισμού (π.χ. παραγωγή αντισωμάτων, ανοσολογική ανοχή κ.ά.) στην έκθεση σε αντιγόνο
- ※ Ακόμη δεν γνωρίζουμε πόσο ισχυρή ανοσοαπόκριση χρειάζεται να προκαλέσουμε, για να επιτύχουμε μια αποτελεσματική προστασία κατά της λοίμωξης SARS-CoV-2. (εφ. Έθνος, 20/7/2020)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ανοσοαπόκριση