αναισθητοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναισθητοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναισθητοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
αναισθητοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναισθητοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναισθητοποιημένος
|