anesthetize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | anesthetize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anesthetizes |
αόριστος | anesthetized |
παθητική μετοχή | anesthetized |
ενεργητική μετοχή | anesthetizing |
Ρήμα
επεξεργασίαanesthetize (en)
ενεστώτας | anesthetize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anesthetizes |
αόριστος | anesthetized |
παθητική μετοχή | anesthetized |
ενεργητική μετοχή | anesthetizing |
anesthetize (en)