anesthetise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | anesthetise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anesthetises |
αόριστος | anesthetised |
παθητική μετοχή | anesthetised |
ενεργητική μετοχή | anesthetising |
Ρήμα
επεξεργασίαanesthetise (en)
- (βρετανική γραφή) αναισθητοποιώ, ναρκώνω
- ⮡ The patient will be anesthetised.
- Ο ασθενής θα ναρκωθεί.
- (αμερικανική γραφή): anesthetize
- ≈ συνώνυμα: drug
- ⮡ The patient will be anesthetised.