drug
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drug | drugs |
drug (en)
- το ναρκωτικό
- φαρμακευτική ουσία
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | drug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drugs |
αόριστος | drugged |
παθητική μετοχή | drugged |
ενεργητική μετοχή | drugging |
drug (en)
- ναρκώνω άνθρωπο (με παράνομη ουσία και όχι με αναισθητικό στη διάρκεια επέμβασης)
- ρίχνω ναρκωτική ουσία σε τρόφιμο ή ποτό
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdrug (en)
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdrug (sr)
- λατινική γραφή του друг