Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμπους < αγγλική campus < λατινική campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp- (κάμπτω, [λυγίζω]]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμπους ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κάμπους αρσενικό