πρωταθλητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ta.θliˈtis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωταθλητής αρσενικό, (θηλυκό πρωταθλήτρια)
- (αθλητισμός) ο αθλητής ή η αθλητική ομάδα που έχει κερδίσει την πρώτη θέση σε αθλητική διοργάνωση
- (μεταφορικά) (μερικές φορές και ειρωνικά) πρωταγωνιστής, πρωτεργάτης, που έχει διακριθεί σε κάποιο τομέα
Συγγενικά
επεξεργασία- πρωτάθλημα
- πρωταθλητισμός
- → και δείτε τις λέξεις πρώτος, άθλημα και αθλητής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 864, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- πρωταθλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρωταθλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)