Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωταθλητισμός οι πρωταθλητισμοί
      γενική του πρωταθλητισμού των πρωταθλητισμών
    αιτιατική τον πρωταθλητισμό τους πρωταθλητισμούς
     κλητική πρωταθλητισμέ πρωταθλητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωταθλητισμός < πρωταθλητ(ής) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωταθλητισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία