ĉampiono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉampiono | ĉampionoj |
αιτιατική | ĉampionon | ĉampionojn |
ĉampiono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉampiono | ĉampionoj |
αιτιατική | ĉampionon | ĉampionojn |
ĉampiono (eo)