champagne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
champagne | champagnes |
champagne (fr)
- (αρσενικό) η σαμπάνια
- (θηλυκό) ασβεστολιθική πεδιάδα
- (θηλυκό) (εραλδική) το κατώτερο μέρος ενός οικόσημου
Επίθετο
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- champagne - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- champagne < (άμεσο δάνειο) γαλλική champagne
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- champagne - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).