Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγροικία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγροικί
α
οι
αγροικί
ες
γενική
της
αγροικί
ας
των
αγροικι
ών
αιτιατική
την
αγροικί
α
τις
αγροικί
ες
κλητική
αγροικί
α
αγροικί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγροικία
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀγροικία
<
ἀγρός
+
οἰκία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγροικία
θηλυκό
μικρό απομονωμένο
σπίτι
σε
αγροτική
έκταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγροικία
αγγλικά
:
farmhouse
(en)
,
cottage
(en)
,
homestead
(en)
(συνήθως μαζί με τα βοηθητικά οικήματα και το οικόπεδο)
γαλλικά
:
ferme
(fr)