Ετυμολογία

επεξεργασία
cottage < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cottage cottages

cottage (en)

  1. αγροικία
  2. εξοχικό
  3. (ΗΒ) (αργκό) δημόσια ουρητήρια