Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.çiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐χι‐κό

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξοχικό τα εξοχικά
      γενική του εξοχικού των εξοχικών
    αιτιατική το εξοχικό τα εξοχικά
     κλητική εξοχικό εξοχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εξοχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξοχικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξοχικό ουδέτερο

  1. δεύτερη κατοικία για τις διακοπές, συνήθως σε εξοχικό μέρος
    ⮡  τα καλοκαίρια, τα περνούσαμε στο εξοχικό μας που ήταν πλάι στη θάλασσα
  2. (γαστρονομία) κρέας ψημένο με καρυκεύματα, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο ή φύλλα πίτας
  3. (μεταφορικά, ανεπίσημο: αθλητισμός, κατά τη δεκαετία του 2020) το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (Σ.Ε.Φ.) για τους μπασκετικούς οπαδούς του Παναθηναϊκού (κατά την περίοδο που ήταν εν αναμονή της απόκτησης μόνιμης έδρας)
    Ο Παναθηναϊκός υποδέχεται στο εξοχικό του τον Ολυμπιακό για τον πρώτο αγώνα μπάσκετ αυτής της χρονιάς (από το διαδίκτυο, 2021)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
εξοχικό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εξοχικό