Ετυμολογία

επεξεργασία
εν αναμονή < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀναμονῇ (δοτική του ἀναμονή)  δείτε τις λέξεις εν και αναμονή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν αναμονή

  • (λόγιο) σε αναμονή, αναμένοντας
      παραμένουμε εν αναμονή οδηγιών
      εν αναμονή πολιτικών εξελίξεων

Μεταφράσεις

επεξεργασία