Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
attente attentes

attente (fr) θηλυκό

  1. η αναμονή
  2. η προσδοκία, η προσμονή

Εκφράσεις

επεξεργασία