Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπασκετικός η μπασκετική το μπασκετικό
      γενική του μπασκετικού της μπασκετικής του μπασκετικού
    αιτιατική τον μπασκετικό την μπασκετική το μπασκετικό
     κλητική μπασκετικέ μπασκετική μπασκετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπασκετικοί οι μπασκετικές τα μπασκετικά
      γενική των μπασκετικών των μπασκετικών των μπασκετικών
    αιτιατική τους μπασκετικούς τις μπασκετικές τα μπασκετικά
     κλητική μπασκετικοί μπασκετικές μπασκετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπασκετικός < μπάσκετ + -ικός < αγγλική basket

  Επίθετο επεξεργασία

μπασκετικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία