φούχτιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φούχτιασμα < φουχτιασ- (φουχτιάζω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούχτιασμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του χούφτιασμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φούχτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φούχτιασμα
|