φουχτιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφουχτιάζω
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) άλλη μορφή του χουφτιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φούχτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φουχτιάζω | φούχτιαζα | θα φουχτιάζω | να φουχτιάζω | φουχτιάζοντας | |
β' ενικ. | φουχτιάζεις | φούχτιαζες | θα φουχτιάζεις | να φουχτιάζεις | φούχτιαζε | |
γ' ενικ. | φουχτιάζει | φούχτιαζε | θα φουχτιάζει | να φουχτιάζει | ||
α' πληθ. | φουχτιάζουμε | φουχτιάζαμε | θα φουχτιάζουμε | να φουχτιάζουμε | ||
β' πληθ. | φουχτιάζετε | φουχτιάζατε | θα φουχτιάζετε | να φουχτιάζετε | φουχτιάζετε | |
γ' πληθ. | φουχτιάζουν(ε) | φούχτιαζαν φουχτιάζαν(ε) |
θα φουχτιάζουν(ε) | να φουχτιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φούχτιασα | θα φουχτιάσω | να φουχτιάσω | φουχτιάσει | ||
β' ενικ. | φούχτιασες | θα φουχτιάσεις | να φουχτιάσεις | φούχτιασε | ||
γ' ενικ. | φούχτιασε | θα φουχτιάσει | να φουχτιάσει | |||
α' πληθ. | φουχτιάσαμε | θα φουχτιάσουμε | να φουχτιάσουμε | |||
β' πληθ. | φουχτιάσατε | θα φουχτιάσετε | να φουχτιάσετε | φουχτιάστε | ||
γ' πληθ. | φούχτιασαν φουχτιάσαν(ε) |
θα φουχτιάσουν(ε) | να φουχτιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φουχτιάσει | είχα φουχτιάσει | θα έχω φουχτιάσει | να έχω φουχτιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις φουχτιάσει | είχες φουχτιάσει | θα έχεις φουχτιάσει | να έχεις φουχτιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει φουχτιάσει | είχε φουχτιάσει | θα έχει φουχτιάσει | να έχει φουχτιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φουχτιάσει | είχαμε φουχτιάσει | θα έχουμε φουχτιάσει | να έχουμε φουχτιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε φουχτιάσει | είχατε φουχτιάσει | θα έχετε φουχτιάσει | να έχετε φουχτιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φουχτιάσει | είχαν φουχτιάσει | θα έχουν φουχτιάσει | να έχουν φουχτιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φουχτιάζω
|