Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουφτώνω < χούφτα + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xuˈfto.no/

  Ρήμα επεξεργασία

χουφτώνω

  1. αγγίζω (σεξουαλικά), ιδίως με ολόκληρη τη χούφτα μου
  2. (μεταφορικά) κλέβω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία