χουφτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχουφτώνω
- αγγίζω (σεξουαλικά), ιδίως με ολόκληρη τη χούφτα μου
- ※ Κάποια στιγμή με στρίμωχνε και προσπαθούσε να με χουφτώσει. Η αντίστασή μου της έσπαγε τα νεύρα. Άρχισα τελικά να θεωρώ το μπαλαμούτι αναπόσπαστο κομμάτι της φιλίας μας. (Αμάντα Μιχαλοπούλου, Πώς να κρυφτείς, εκδ. Καστανιώτη, 2010)
- (μεταφορικά) κλέβω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φούχτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χουφτώνω | χούφτωνα | θα χουφτώνω | να χουφτώνω | χουφτώνοντας | |
β' ενικ. | χουφτώνεις | χούφτωνες | θα χουφτώνεις | να χουφτώνεις | χούφτωνε | |
γ' ενικ. | χουφτώνει | χούφτωνε | θα χουφτώνει | να χουφτώνει | ||
α' πληθ. | χουφτώνουμε | χουφτώναμε | θα χουφτώνουμε | να χουφτώνουμε | ||
β' πληθ. | χουφτώνετε | χουφτώνατε | θα χουφτώνετε | να χουφτώνετε | χουφτώνετε | |
γ' πληθ. | χουφτώνουν(ε) | χούφτωναν χουφτώναν(ε) |
θα χουφτώνουν(ε) | να χουφτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χούφτωσα | θα χουφτώσω | να χουφτώσω | χουφτώσει | ||
β' ενικ. | χούφτωσες | θα χουφτώσεις | να χουφτώσεις | χούφτωσε | ||
γ' ενικ. | χούφτωσε | θα χουφτώσει | να χουφτώσει | |||
α' πληθ. | χουφτώσαμε | θα χουφτώσουμε | να χουφτώσουμε | |||
β' πληθ. | χουφτώσατε | θα χουφτώσετε | να χουφτώσετε | χουφτώστε | ||
γ' πληθ. | χούφτωσαν χουφτώσαν(ε) |
θα χουφτώσουν(ε) | να χουφτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χουφτώσει | είχα χουφτώσει | θα έχω χουφτώσει | να έχω χουφτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χουφτώσει | είχες χουφτώσει | θα έχεις χουφτώσει | να έχεις χουφτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χουφτώσει | είχε χουφτώσει | θα έχει χουφτώσει | να έχει χουφτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χουφτώσει | είχαμε χουφτώσει | θα έχουμε χουφτώσει | να έχουμε χουφτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χουφτώσει | είχατε χουφτώσει | θα έχετε χουφτώσει | να έχετε χουφτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χουφτώσει | είχαν χουφτώσει | θα έχουν χουφτώσει | να έχουν χουφτώσει |
|