Ετυμολογία

επεξεργασία
χουφτώνω < χούφτα + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xuˈfto.no/

χουφτώνω

  1. αγγίζω (σεξουαλικά), ιδίως με ολόκληρη τη χούφτα μου
    ※  Κάποια στιγμή με στρίμωχνε και προσπαθούσε να με χουφτώσει. Η αντίστασή μου της έσπαγε τα νεύρα. Άρχισα τελικά να θεωρώ το μπαλαμούτι αναπόσπαστο κομμάτι της φιλίας μας. (Αμάντα Μιχαλοπούλου, Πώς να κρυφτείς, εκδ. Καστανιώτη, 2010)
  2. (μεταφορικά) κλέβω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία