Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

grope (en)

  1. ψηλαφώ, ψαχουλεύω (όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός)
  2. αγγίζω σεξουαλικά, χουφτώνω, πασπατεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grope (en)

  1. χούφτωμα, πασπάτεμα