grope (en) (ανεπίσημο)
grope (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ψηλαφώ, ψαχουλεύω, όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) χουφτώνω, πασπατεύω, αγγίζω κάποιον σεξουαλικά, ειδικά όταν δεν το θέλει
- ⮡ He kept groping me on the train until I had to get off before my stop.
- Με χούφτωνε συνέχεια στο μετρό μέχρι που αναγκάστηκα να κατέβω πριν από τη στάση μου.
- ⮡ He started groping me in the crowd.
- Άρχισε να με πασπατεύει μες στον συνωστισμό.
- ≈ συνώνυμα: feel up, → και δείτε τη λέξη fondle