Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grope gropes

grope (en) (ανεπίσημο)

ενεστώτας grope
γ΄ ενικό ενεστώτα gropes
αόριστος groped
παθητική μετοχή groped
ενεργητική μετοχή groping

grope (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ψηλαφώ, ψαχουλεύω, όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) χουφτώνω, πασπατεύω, αγγίζω κάποιον σεξουαλικά, ειδικά όταν δεν το θέλει
    ⮡  He kept groping me on the train until I had to get off before my stop.
    Με χούφτωνε συνέχεια στο μετρό μέχρι που αναγκάστηκα να κατέβω πριν από τη στάση μου.
    ⮡  He started groping me in the crowd.
    Άρχισε να με πασπατεύει μες στον συνωστισμό.
     συνώνυμα: feel up, → και δείτε τη λέξη fondle