fondle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fondle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fondles |
αόριστος | fondled |
παθητική μετοχή | fondled |
ενεργητική μετοχή | fondling |
Ρήμα
επεξεργασίαfondle (en)
- χαϊδεύω, αγγίζω και κινώ το χέρι μου στοργικά πάνω σε κάποιον ή κάτι, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο ή για να δείξω αγάπη
- ⮡ She affectionately fondled his head.
- Τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι.
- ⮡ couples fondling each other in the park - ζευγαράκια χαϊδεύονται στο πάρκο
- ⮡ She affectionately fondled his head.
Συνώνυμα
επεξεργασίακαι