stroke
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stroke | strokes |
stroke (en)
- το χτύπημα, π.χ. με όπλο ή το χτύπημα της μπάλας σε αθλήματα όπως το γκολφ, το τένις, το κρίκετ
- μια επιτυχημένη προσπάθεια ή ενέργεια
- ⮡ The idea was a stroke of genius.
- Η ιδέα ήταν ευφυέστατη.
- ⮡ a stroke of luck - εύνοια της τύχης
- ⮡ What a stroke of luck!
- Τι τύχη!
- ⮡ I just had a stroke of inspiration!
- Μου ήρθε μια έμπνευση!
- ⮡ The idea was a stroke of genius.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) το εγκεφαλικό
- ⮡ After a powerful stroke, she became paralyzed on her right side.
- Ύστερα από ένα ισχυρό εγκεφαλικό έπαθε παράλυση της δεξιάς πλευράς.
- ≈ συνώνυμα: cerebrovascular accident, CVA
- ⮡ After a powerful stroke, she became paralyzed on her right side.
- η κίνηση στην κωπηλασία ή κολύμβηση, η κίνηση μέσα στο νερό
- ⮡ I swim/I row with slow/fast strokes.
- Κολυμπώ/Κωπηλατώ με αργές/γρήγορες κινήσεις.
- ⮡ I swim/I row with slow/fast strokes.
- στιλ κολύμβησης
- ⮡ the breaststroke - το πρόσθιο
- ⮡ the backstroke - το ύπτιο
- ⮡ the freestyle (stroke) - το ελεύθερο
- (στην κωπηλασία) ο κωπηλάτης που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη της λέμβου
- το χάδι
- η πινελιά, ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο, το στυλό, το μολύβι κτλ. πάνω σε μια επιφάνεια· η κίνηση του πινέλου, στυλό κτλ.
- ⮡ blue/green strokes - μπλε/πράσινες πινελιές
- ⮡ He painted it quickly in a few strokes.
- Το ζωγράφισε στα γρήγορα με μερικές πινελιές.
- ⮡ Try writing your name with only a single stroke of your pen/single pen stroke.
- Δοκίμασε να γράψεις το όνομά σου με μια μονοκοντυλιά.
- ≈ συνώνυμα: brushstroke
- το χτύπημα του ρολογιού που δείχνει την ώρα
- ⮡ the stroke of a clock - το χτύπημα ενός ρολογιού
- ⮡ on the stroke of three - όταν το ρολόι χτύπησε τρεις
- ⮡ on the stroke of midnight - όταν σημάνει μεσάνυχτα
- η ώθηση του πιστονιού
- (βρετανική σημασία) το σύμβολο "/"
- (στο σκουός) πόντος που δίνεται σε παίκτη αν ο αντίπαλος τον παρεμποδίσει στην προσπάθειά του
- → δείτε squash στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stroke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strokes |
αόριστος | stroked |
παθητική μετοχή | stroked |
ενεργητική μετοχή | stroking |
stroke (en)
- (μεταβατικό) χαϊδεύω κινώντας το χέρι προς μία κατεύθυνση
- (μεταβατικό) (στο κρίκετ) χτυπάω τη μπάλα με το μπαστούνι με μια απαλή κίνηση